Ομιλία στο Διήμερο Συνέδριο «Ρυθμιστικό Θεσσαλονίκης»
Θεσσαλονίκη, 18 Μαίου 1978
Σπυρίδων Ι. Κοκκολιάδης
Αρχιτέκτων
Πολεοδόμος
Διευθυντής
Δ/νσεως Ρυθμιστικών Σχεδίων Υπουργείου Δημοσίων Έργων
Είναι γνωστό ότι σήμερα η αντίληψη πάνω στα Ρυθμιστικά Σχέδια έχει τελείως μεταβληθεί όταν μάλιστα αναφέρονται σε αστικά κέντρα με δυναμικές τάσεις αναπτύξεως.
Η έκταση των προβλημάτων που πηγάζουν από την πληθυσμιακή συσσώρευση, δημιουργεί δυσεπίλυτες καταστάσεις, που η θεραπεία τους, δεν εξαρτάται από μία τυπική έγκριση ενός σχεδίου. Και βέβαια, αυτό είναι γνωστό σε όσους ασχολούνται με τα θέματα αυτά, αλλά ο πολύς κόσμος φαντάζεται πως η έγκριση ενός τέτοιου σχεδίου θα είναι η θεραπεία του κακού.
Το να προσπαθούμε να λύσουμε αυτά τα προβλήματα, χωρίς να ανατρέξουμε στις αιτίες που τα δημιούργησαν, για να τις εξουδετερώσουμε, είναι χαμένη προσπάθεια, που πολλές φορές στοιχίζει δυσανάλογα με την προσδοκώμενη ωφέλεια.
Το να αφήνουμε τις δύο Μητρόπολεις, την Αθήνα και την Θεσσαλονίκη, να υπερτροφούν και να κατατρώγουν την υπόλοιπη χώρα, μας οδηγεί μαθηματικά στην ασφυξία των δύο αυτών πόλεων και στον μαρασμό των υπολοίπων αστικών κέντρων και της υπαίθρου.
Αν αναλογιστεί κανείς, ότι ο μισός σχεδόν πληθυσμός της χώρας και πάνω από το 65% του οικονομικού δυναμικού είναι συγκεντρωμένα στις δύο αυτές πόλεις, παίρνει μια ιδέα του μέτρου του χάσματος που υπάρχει ανάμεσα τους.
Θα άξιζε να πούμε, πως και σε αυτό το σημείο ο Αριστοτέλης μας πρόλαβε, και νομίζω πως θα συμφωνεί και ο καθηγητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου ότι «η κάθ' υπερβολήν μεγίστη και πολυάνθρωπος πόλις είναι ανεπίδεκτος τάξεως και απαιτεί την δύναμη που συνέχει το σύμπαν».
Το Υπουργείο Δημοσίων Έργων, έχει επίγνωση αυτού του χάσματος, σαν βασική αιτία της ασθένειας των πόλεων μας και επιδιώκει να συμβάλλει σε μια, όσο του αναλογεί, προσπάθεια για την δημιουργία ισορρόπου καταστάσεως.
Εκείνο όμως που θα προσδιορίσει τον ρόλο και τα επιθυμητά μεγέθη για αυτήν την ισόρροπη κατάσταση θα είναι ο χωροταξικός σχεδιασμός της χώρας.
Μέχρι τότε και μέσα στα πέντε χρόνια σαν ελάχιστο δυνατό χρονικό διάστημα, που μπορεί να προγραμματίσει κάνεις και με θεώρηση το 2000 προσδιορίζουμε εκείνα τα μέτρα, που θα δράσουν κατασταλτικά στην έκταση του προβλήματος.
Ένα άλλο σημείο, που δεν έχει ακόμα τόσο αξιολογηθεί, είναι όχι η «έγκριση» αλλά η «αποδοχή» και σ’ αυτό το σημείο το Υπουργείο Δημοσίων Έργων δίνει μεγάλη βαρύτητα για την υλοποίηση και όχι την επιβολή οποιουδήποτε μέτρου η σχεδίου.
Επομένως, οι προϋποθέσεις αυτές, που εισέρχονται σαν παράμετροι στα ρυθμιστικά σχέδια, τα κάνουν ελαστικά και ευέλικτα για να μπορούν να υλοποιηθούν.
Η ευελιξία αυτή, προϋποθέτει μια χαραγμένη πολιτική στα μεγέθη και τις σχέσεις μεταξύ τους και στον τρόπο εφαρμογής τους.
Έτσι, τα ρυθμιστικά γίνονται πια κατευθυντήρια σχέδια και μπορούν κατά λειτουργία η ομάδα λειτουργιών, μέσα στα πλαίσια της υπάρχουσας νομοθεσίας να κατοχυρώνονται με την αρμόζουσα διοικητική πράξη είτε αυτό λέγεται διάταγμα είτε Υπουργική απόφαση.
Σαν υλοποίηση αυτής της αντιλήψεως, για την Θεσσαλονίκη είναι και η μελέτη της χωροθετήσεως και του προσδιορισμού της αποδεκτής αυξήσεως της βιομηχανικής και βιοτεχνικής δραστηριότητος μέσα στην περιοχή της πόλεως και του άμεσου περιβάλλοντος της.
Απάνω σε αυτό το θέμα περιμένουμε να αναπτυχθεί ο διάλογος για την αποδοχή.
Με το ίδιο πνεύμα και μέθοδο, βήμα προς βήμα προχωρούμε στις υπόλοιπες λειτουργίες, τις οποίες σύντομα θα της θέσουμε στην βάσανο της κριτικής.
Τελειώνοντας, επιθυμούμε να διευκρινίσουμε και για να αρθεί κάθε παρεξήγηση αναφορικά με το σχέδιο που έχετε στα χέρια σας.
Αυτό
το σχέδιο δεν αποτελούσε την κατάληξη του Υπουργείου και ούτε καν
της Διευθύνσεως Ρυθμιστικών Σχεδίων. Ήτανε μια επεξεργασία που
έπρεπε οπωσδήποτε να προηγηθεί για να έχει ένα διαλεκτικό αντίλογο
όπως αρμόζει σε κάθε θέση που αφορά στα κοινά.
© 2019 | Σπυρίδων. Ι. Κοκκολιάδης