Μεσολογγίτικα Χρονικά
16 Ιουνίου 1986
Σπυρίδων Ι. Κοκκολιάδης
Αρχιτέκτων Πολεοδόμος Χωροτάκτης
Ο
Αρχιτέκτονας Μεσολογγίτης Σταύρος Κουτζούκης που έπεσε στην
Πολιορκία το 1825.
Αγνοημένος 161 χρόνια, ο Σταύρος Κουτζούκης, ο Αρχιτέκτονας που έπεσε από εχθρικό βόλι, την ώρα που εκτελούσε το καθήκον του, στις 15/28 Ιουνίου 1825 επιθεωρώντας το Φρούριο, αναπαύεται κάπου εκεί, άγνωστο, που, στο Μεσολόγγι.
Για τη ζωή του δεν ξέρουμε τίποτα. 'Ολες οι έρευνες στα Αρχεία του Κρατους, στην Εθνολογική και Ιστορική Εταιρεία, στην Εθνικη Βιβλιοθήκη υπήρξαν άκαρπες. Κανενα στοιχείο δεν βρέθηκε που να μας βοηθήσει ή να μας διαφωτίσει να ανακαλύψουμε έστω και την παραμικρή ακόμα πληροφορία.
Ξέρουμε μονάχα, ένα περιστατικό από τη δράση του και ένα από το θάνατό του. Και τα δύο έχουν πηγή, την εφημερίδα «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ» του Μάγερ, που καταχωρησε τις δύο ειδήσεις και τα Απομνημονεύματα του ίδίου. Η πρώτη στις 30 Μαίου 1825 γράφει:
«Την νύκτα επεσκέφθη ο οχυρωματοποιος μας (σημ. πρόκειται για τον Μ. Κοκκίνη) μετά του Αρχιτέκτονος Σταύρου Κουτζούκη, ολον το περιτείχισμα και παρετήρησαν τας οποίας μας επροξένησαν δια των πυροβόλων των, οι εχθροί ζημίας, χάρις όμως εις την Υπερτάτην προστασίαν, άλλην ζημίαν δεν ελάβομεν παρ ότι μέρος των κανονιοβολίδων μας και των περιενδεδυμένων επάλξεων (garde - fous) εκρημνίσθη».
Η δεύτερη στις 15 Ιουνίου 1825 (Ελλ. Χρον. αριθ 48) μετά 16 δηλαδή ημέρες γραφει:
«Μετά την μεσημβρίαν εμβήκεν ο Αρχιτέκτων μας Σταύρος Κουτζούκης εις εν πλοιάριον δια να περιέλθει εις επίσκεψιν του Φρουρίου και κατά δυστυχίαν απαντηθείς από βόλι εχθρικόν, εφονεύθη Κλαίει η Πατρίς τον άνδρα τούτον, όχι μόνον ως εμπειρότατον εις το έργον του, αλλά και ως πατριώτην ενάρετον• κλαίει όμως έτι μάλλον αυτόν η πόλις του Μεσολογγίου στερηθείσα έναν συμπολίτην, ος τις τόσον διά της επιδεξιότητος όσον και διά της οικονομίας του ωφέλησε τα μέγιστα εις την κατασκευήν του οχυρώματος.
Αιωνία η μνήμη σου συμπολίτα μακάριε!»
Από το ελεγείο αυτό θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ο Σταύρος Κουτζούκης, πρέπει να ήταν αρκετά ώριμος στην ηλικία, γιατί η ανάληψη ενός έργου οχυρώματος, σε τόσο δυσμενείς συνθήκες κατασκευής, απαιτούσε γνώση τεχνικών πραγμάτων, που την εποχή εκείνη διοχετεύονταν από γενιά σε γενιά, στην πρακτική οργάνωση εργοταξίου, όπως θα λέγαμε σήμερα. Ακριβώς γι αυτό και το κείμενο τον αποκαλεί «εμπειρώτατο» και δεν μπορεί να εκληφθεί ως ένας συνήθης, για τέτοιες περιπτώσεις, έπαινος. Αξιοσημείωτο ακόμη είναι και αυτό που αναφέρεται ότι με την επιδεξιότητα και την οικονομίαν του ωφέλησε τα μέγιστα εις την κατασκευήν του οχυρώματος. Η αναφορά αυτή δείχνει ότι είχε μια σημαντική υπευθυνότητα, πράγμα που δικαιώνει μια τέτοια υπόθεση. Από άλλο δημοσίευμα της 4 Οκτωβρίου 1824 στα Ελλ. Χρον. φαίνεται καθαρά οτι υπήρχε τεράστιο πρόβλημα οικονομικό και ήταν πολυ φυσικό. Τα κοινά εισοδήματα από τη μια και οι αναγκαίες υλες της οικοδομής... «όπου εβλεπε τινάς, ταις yυναίκαις όλαις, χωρίς εξαίρεσιν, στολισμέναις να διαβαίνουν κατά σειράν από την αγοράν, χωρίς πλέον να συστέλλονται από τον κόσμον και να κουβαλούν με τους ώμους και με ταις αμασχάλαις των πέτραις εις το τείχος τούτο γίνεται πάντοτε άνδρες γυναίκες και παιδιά αυτή μόνην την δουλειάν έκαμναν, έως ότου είδαν τα αναγκαιότερα κανονοστάσια τελειωμένα».
Στις 27 Δεκεμβρίου 1825 ο Μιχαήλ Κοκκίνης που σχεδίασε την οχύρωση που επέβλεψε το έργο, σε αναφορά του προς την Σεβαστήν Διοίκησιν γράφει: «... 3ον. Να πέμψη η Σ. Διοίκησις προς τον οχυρωματοποιόν, όστις να γνωρίζει το έργο του, χωρίς να έχει απαιτήσεις και να είναι τίμιος πατριώτης». Να υποθέ-σουμε άραγε ότι μετά το θάνατο του Σταύρου Κουτζούκη, ύστερα από έξι μήνες όπως γράφει ο Μ. Κοκκίνης στην αρχη της αναφοράς του; Δεν είναι βέβαιο, αλλά φαίνεται ότι η απώλεια του Αρχιτέκτονα Σταύρου Κουτζούκη άφησε ένα μεγάλο κενό αφού αυτός ήταν ο άμεσος βοηθός του Μ. Κοκκίνη, πραγμα που μας κάνει να υποθέσουμε ότι στο λόγο αυτό οφείλονταν το αίτημα του Κοκκίνη, αφου κατά το παρελθόν δεν είχε ζητήσει τέτοιου είδους βοήθεια.
Μετά την απελευθέρωση, δεν φαίνεται, εξ όσων στοιχείων διαθέτουμε, κανείς από τους οικείους του να εζήτησε κάποια σύνταξη. Η χήρα του Κοκκίνη πήγε στην Αίγινα στο Γενικό Φροντιστήριο, να ικετεύσει για «τα ορφανά της αποστερημένα από τον προστάτη τους που συναπέθανεν μετά των Ηρώων των πεσόντων εις την τρομεράν εκείνην Έξοδον».
Τι να υποθέσουμε ότι δεν ήταν νυμφευμένος, να μην περιέπεσε η οικογένειά του σε τέτοια ένδεια, ή να συναπέθαναν και αυτοί μετά των άλλων ηρώων;
Οι Μεσολογγίτες και οι άλλοι έγκλειστοι. την εποχή εκείνη, μέσα στου πολέμου την αντάρα, όπου όπως γράφει ο Κασομούλης «... η φρουρά είχε συνηθίσει να βαστά το τζαπί, το φτυάρι και το ντουφέκι στο χέρι...» όπου το τυπογραφείο του Δ. Μεσθενέως δεν έπαψε να εκδίδει συγγράματα, Ιστορικές κριτικές, Ιατρικά εγχειρίδια για τους στατιώτες, ποιήματα μεταξύ αυτών και του Σολωμού, δεν παρέλειψαν ποτέ να αποδώσουν, εις όντινα την τιμήν, την τιμήν.
Στις 31 Ιανουαρίου 1825 ημέρα Σάββατο, τα ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ γράφουν:
Οι Πολίται του Μεσολογγίου έδειξαν ήδη κατά διαφόρες περιστάσεις πόσον ηξεύραν να τιμώσι και να ανταμείβωσι τας εκδουλεύσεις των υπέρ της πόλεως τούτης καθ’ οποιονδήποτε αγαθόν τρόπον αγωνιζόμενος. Νεώτερον δείγμα της αξιεπαίνου τούτης ευγνωμοσύνης των δίδωσιν ήδη οι αγαθοί ούτοι Πολίται με την εφεξής πολιτογράφηοιν του κυρίου Μιχαήλ Π. Κοκκίνη οχυροποιού της πόλεως, την οποίαν αναγκαίον εκρίναμεν να δημοοιεύσομεν, δια να διασαλπίσωμεν και εκ νέου εις το δημόσιον το ευδιάθετον αυτών, ώστε να χρησιμεύσει εις παράδειγμα και προς τας άλλος επίσης αγωνιζομένας Ελληνικάς πόλεις.
Το παράδειγμα τούτο των πολιορκημένων πολιτών του Μεσολογγίου, χρησίμευσε και στην Ελληνική Αρχιτεκτονική Εταιρεία, που θέλησε να τιμήσει τη μνήμη του Αρχιτέκτονα Σταύρου Κουτζούκη, στο Μεσολόγγι και για το σκοπό αυτό απέστειλε στις 4.3.1986 στο Δήμο της Ιεράς Πόλεως του Μεσολογγίου, επιστολή με την οποία του γνωστοποιεί την απόφασή της και την επιθυμία της, με δική της δαπάνη, να τιμήσει τον άνδρα τούτον, τοποθετώντας ένα ταπεινό λιθάρι, με το όνομα του Σταύρου Κουτζούκη, κοντινά στο-σημείο του Μιχ. Π. Κοκκίνη, που να Θυμίζει την προσφορά του και το θάνατό του, για την πατρίδα, την ώρα που επιτελούσε το καθήκον του.
Η 8η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, αρμόδια Κρατική Αρχή για το Ηρώον του Μεσολογγίου, ενέκρινε και εθεώρησε το σχέδιο του μνημείου από τις 12 Μαρτίου 1986 και κοινοποίησε το υπ αριθ. 586 έγγραφό της στο Δήμο Μεσολογγίου.
Οι Δημοτικοί άρχοντες του Μεσολογγίου, μέχρι σήμερα, δεν βρήκαν καιρό να ανταποκριθούν σ’ αυτή την πρόταση Τιμής, προς το Μεσολογγίτη Αρχιτέκτονα και ούτε καν απήντησαν στην επιστολή.
Ο Σταύρος Κουτζούκης παραμένει ακόμα ο αγνοημένος ήρωας.
Ο Κωστής Παλαμάς το 1926 απήγγειλε ο ίδιος στο τύμβο των Ηρώων:
«Να ειπούν το φράχτη οου άπαρτο, τις ντάπιες οου εφτάψυχες, τα καλύβια σου κάστρα τις ταπεινές σου πάσαρες αρμάδες που δεν ψηφούσαν».
Ας είναι Θεία η δάφνη του.
Αρμάδα, το ταπεινό σου πριάρι.
© 2019 | Σπυρίδων Ι. Κοκκολιάδης