Περιοδικό «Στρατιωτική Επιθεώρηση»
Σεπτέμβριος 2001
Σπυρίδων Ι. Κοκκολιάδης
Αρχιτέκτων
Πολεοδόμος Χωροτάκτης
Επ.
Γεν. Δντής Υπ. Χωροταξίας
«Για να μας θυμίζουν πάντα
τον ηρωικό Αγώνα
και το ΟΧΙ του 40»
Πολύβιος Μπάλτας
Από την αρχαία εποχή, βασική αρχή τακτικής πολέμου ήταν η εκστρατεία να αρχίζει πάντοτε «… άμα τω ήρει» δηλαδή με την άνοιξη. Κι΄ αυτό για να έχουν κατά τις εχθροπραξίες, μετάβαση σε ήπιο καιρό.
Αυτές οι εχθροπραξίες διεξήγοντο κυρίως σε πεδινές εκτάσεις εξ ου και το «πεδίον της μάχης».
Το 1940 αυτή η βασική αρχή, δεν τηρήθηκε από τον Μουσολίνι, διότι θεώρησε ότι δεν επρόκειτο να αρχίσει πόλεμος, αφού επίστευε και ενόμιζε ότι η Ελλάς θα ήταν ένας περίπατος.
Όμως γελάστηκε οικτρώς και ο πόλεμος άρχισε και κράτησε μέσα στις αντιξοότητες του Χειμώνα όχι μόνο σε «πεδία μαχών» αλλά και σε απρόσιτες βουνοκορφές και οροσειρές μέσα στα χιόνια και τις χιονοθύελλες. Αυτή η ιδιαιτερότητα του πολέμου υπήρξε το μεγαλείο του Επους των Ελλήνων του 40, που πρέπει πάντοτε ανεξαρτήτως επετειακών εορτών να συντηρείται άσβεστη η μνήμη του, για φρονηματισμό των νέων σήμερα και ιδίως των αξιωματικών και οπλιτών.
Να φανταστεί κανείς ότι μέσα σ΄ αυτήν την αντάρα του πολέμου, στις χιονισμένες βουνοκορφές του Μοράβα, κάποιος από τους ήρωες εκείνους, κατόρθωνε να κρατάει ημερολόγιο και να γράφει αυθεντικά κείμενα για την διεξαγωγή των μαχών με τους Ιταλούς.
Κι αυτός ήταν ο κ. Πολύβιος Μπάλτας, Εφεδρος Λοχαγός Πεζικού (σήμερα 91 ετών), Επιτ. Καθηγ. Σωματικής Αγωγής του Οικονομικού πανεπιστημίου Αθηνών (ΑΣΟΕΕ). Το ημερολόγιο αυτό το εξέδωσε μόνος του το 1996 και το διένειμε δωρεάν με τον τίτλο «Το Πολεμικό μου Ημερολόγιο 1940-1941».
Για την πολεμική του δράση εκτός από τις προαγωγές μέχρι του βαθμού του Λοχαγού, τιμήθηκε με το Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας, τον Πολεμικό Σταυρό και το Χρυσούν Σταυρό του Βασιλικού Τάγματος του Φοίνικος μετά ξιφών.
Στις 30 Δεκεμβρίου 1997 ύστερα από εισήγηση του Ακαδημαϊκού καθηγητού κ. Κωνσταντίνου Δεσποτόπουλου η Ακαδημία Αθηνών ετίμησε τον κ. Πολύβιο Μπάλτα διά το Πολεμικό του Ημερολόγιο. Ένα μικρό απόσπασμα από το «Ημερολόγιο» που ακολουθεί, δείχνει εναργέστατα ότι ο πόλεμος των Ελλήνων του 40, δεν ήταν πόλεμος μέσων και μηχανής, αλλά ψυχικής αντοχής, ηρωϊσμού και σθένους που συμβαίνει μόνο όταν αυτός ο πόλεμος γίνεται για την Ελευθερία.
« . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Κατά τις πρωινές ώρες ο καιρός χειροτέρεψε. Ο αέρας ήταν πρωτοφανής. Ούρλιαζε απαίσια και κινδύνευε να μας παρασύρει. Και χιόνιζε πάλι ψιλό ψιλό χιόνι. Ηταν αδύνατο να κρατηθούμε πια εκεί.
Ο γιατρός και οι άλλοι αξιωματικοί έλεγαν στον Ταγματάρχη να κατεβούμε στο χωριό. Εκείνος όμως είχε διαταγή να μείνωμε εκεί και δεν το αποφάσιζε. Ετρεμε κι αυτός περισσότερο, αλλά δεν έφευγε. Και πολύ σωστά. Όταν όμως είδε ότι οι στρατιώτες πέφτανε ο ένας μετά τον άλλον και φώναζαν να κατέβουν κάτω, δεν είχε τη δύναμη ν΄ αρνηθή. Δεν μπορούσε όμως να διατάξη και να φύγωμε. Και έκαμε κάτι άλλο.
- Οποιος θέλει παιδιά να φύγη, ας φύγει. Εμείς οι αξιωματικοί σας θα μείνωμε εδώ κι ας πεθάνωμε μόνοι μας, χωρίς τους στρατιώτες μας. Και για να μην παγώσωμε, εμπρός να χορέψωμε.
Και στήσαμε χορό!!!
Μέσα σε κείνο το μούγκρισμα του μανιασμένου βοριά, πνιγμένοι απ΄ την χιονοθύελλα πάνω σε κείνη την άσπρη βουνοκορφή, φαντάζαμε σαν τα ξωτικά των παραμυθιών που μέσα σε τέτοιες ανεμοζάλες στένουν τον τρελλό χορό τους.
Πέρασε όμως και τούτο και η κατάστασις ήταν η ίδια και χειρότερη. Ο Ταγματάρχης δυσκολευότανε να αναλάβη την ευθύνη να φύγωμε.
Σε μια στιγμή ζήτησε το Λοχαγό μου. «Μα που είναι ο Λουμάκης; ακόμα δεν ήρθε;»
Εν τω μεταξύ είχε ρθεί εκεί η πρώτη Διμοιρία και είχαμε επιχειρήσει να ειδοποιήσουμε και το Λοχαγό, στάθηκε όμως αδύνατο. Εστειλα δύο στρατιώτες και γύρισαν αμέσως πίσω. Επεχείρησα κι εγώ μα δεν μπόρεσα να πάω. Δεν βλέπαμε πιο πέρα από ένα μέτρο. Προς το μέρος δε που ήταν ο Λοχαγός, τώπιανε πολύ ο αέρας και μας τσάκιζε.
- Αν δεν έρθη ο Λουμάκης, δεν αποφασίζει να φύγουμε, μου λέει σε μια στιγμή ο Γιατρός.
- Μωρέ συ Μπάλτα, μου φωνάζει ο Ταγματάρχης, φέρε μου μωρέ τον Λουμάκη. Τόσο δύσκολο είναι;
Κείνη τη στιγμή ήρθε ένας στρατιώτης απ΄ το Λοχαγό, για να ιδή τι κάνουμε. Εψαχνε πάνω από μια ώρα για να μας βρή. Πήρα τον στρατιώτη εκείνον και τον συνάδελφο Ψυχογυόπουλο και τραβήξαμε για το Λοχαγό.
Ο στρατιώτης είχε χάσει εντελώς τον προσανατολισμό και αντί να μας πάη κατά το Λοχαγό, μας τραβούσε κατά το γκρεμό. Ο Ψυχογυόπουλος δεν γνώριζε, φυσικά, το μέρος γιατί είχε ανεβεί τη νύχτα. Εγώ όμως είχα γνωρίσει απ΄ την προηγούμενη μέρα το μέρος και δεν μπορούσα να κάνω λάθος. Παρ΄ όλο που δεν βλέπαμε καθόλου, καταλάβαινα το μέρος προς το οποίο έπρεπε να βρίσκεται ο Λοχαγός. Βάδιζα λοιπόν χωρίς να βλέπω αλλά με πεποίθηση ότι πηγαίνω προς τον Λοχαγό. Ο στρατιώτης φώναζε ότι δεν πάμε καλά και θα χαθούμε. Ο Ψυχογυιόπουλος τότε φοβήθηκε πως πραγματικά θα χαθούμε μέσα σε κείνη τη χιονοθύελλα. Υπήρχε φόβος να χάσουμε και την κατεύθυνση και να μη μπορούμε να γυρίσουμε πίσω στις θέσεις μας. Γιατί το χιόνι που έπεφτε και σήκωνε ο αέρας, σκέπαζε τα ίχνη μας.
- Εγώ δεν έρχομαι, θα γυρίσω πίσω Πολύβιε, μου είπε ο Ψυχογυιόπουλος. Δεν πάω να χαθώ τζάμπα μέσα στα χιόνια.
- Ελα κοντά και δεν χανόμαστε Κώστα. Ξέρω καλά τα μέρη. Κι αν δεν βρούμε το Λοχαγό, ξέρω να γυρίσουμε πίσω στα σίγουρα.
Αυτός όμως δεν πείσθηκε και γύρισε πίσω μαζί με τον στρατιώτη. Εγώ προχώρησα μόνος και βέβαιος ότι δεν χάνω τον προσανατολισμό. Κάθε 4-5 βήματα σταματούσα και φώναζα του Λοχαγού. Ο αέρας όμως, που ούρλιαζε απαίσια, έπνιγε τη φωνή μου και δεν ακουγότανε. Επειτα από κάμποση ώρα συναπαντήθηκα με το Λοχαγό. Είχαμε πλησιάσει 5-6 βήματα ο ένας τον άλλον και δεν βλεπόμαστε. Ακούσαμε όμως τις φωνές μας, γιατί φώναζε και κείνος. Χαιρετηθήκαμε με συγκίνηση, γιατί είχαμε φοβηθεί ο ένας για την τύχη του άλλου. Ο Λοχαγός τα είχε βολέψει κι αυτός καλά. Είχε σκάψει το χιόνι κι είχε στήσει ένα αντίσκηνο. Βρήκανε και αρκετά κουτιά Ιταλικά με λίπος το οποίον καιγότανε με φλόγα δυνατή. Κι έτσι είχε όλη τη νύχτα καλή φωτιά. Οι δυό άλλες όμως Διμοιρίες διαλυθήκανε τελείως. Δεν εφρόντισαν να ανάψουν λίγη φωτιά ή να κάμουν κάπως κουράγιο μεταξύ τους και σκόρπισαν οι στρατιώτες. Κι άλλοι παγωμένοι κι άλλοι κοντά στους παγωμένους κατέβαιναν προς το χωριό. Εν τω μεταξύ είχε φωτίσει κι ο καιρός κάπως εμαλάκωσε.
Τους είπα να κατέβουν όλοι στο χωριό, μου είπε ο Λοχαγός.
Καθώς κατέβαιναν, όπως μου λέγανε αργότερα, πάγωσαν στο δρόμο ο Δημόπουλος κι ο Μπότσογλου, καθώς κι ο Επιλοχίας. Ο Δημόπουλος τα σάστισε εντελώς, απογοητεύτηκε, φοβήθηκε πως ήρθε η τελευταία του στιγμή και ξέσπασε σε κλάμματα. Τον παρηγόρησε και τον βοήθησε να κατέβη ο Επιλοχίας. Ωδήγησα τον Λοχαγό στον Ταγματάρχη, αλλά και τώρα καμιά απόφαση δεν πέρνανε. Τέλος έδωσε διαταγή η Μεραρχία να κατεβούμε στο χωριό, έπειτα απ΄την επιμονή του Ταγματάρχου στο τηλέφωνο. Υστερα απ την απαίσια εκείνη νύχτα νομίσαμε πως βρισκόμαστε μέσα στο καλλίτερο σαλόνι, όταν αργότερα ζεσταινόμαστε γύρω σ΄ ένα τζάκι. Τι είναι η ζωή!!!
Σαν ταινία κινηματογράφου πέρασε για μια στιγμή απ΄ τα μάτια της φαντασίας μου το παρελθόν: Διασκεδάσεις, ταξίδια, σαλόνια, σχολεία, μεθύσια, έρωτες, αγώνες για την κατάκτηση και την καλλιτέρευση της ζωής. Και τώρα: βροχές, χιόνια, κατσάβραχα, ξεπάγιασμα, νηστικομάρα. Πρώτα: Σε κάθε βήμα και γωνιά παραφύλαγε κι ένας θηλυκός σατανάς, για να σε μπερδέψη σ΄ ένα μεθύσι ερωτικό. Τώρα: Σε κάθε χαράδρα, σε κάθε βράχο, πάνω στον ουρανό και κάτω στη Γή, ο Χάρος σου στήνει καρτέρι, έτοιμος πάντοτε να σου ξεσκίσει τα στήθη, να σου σπάσει το κεφάλι, να σου τσακίσει τα πόδια, να σε σκεπάσει με τα χιόνια, χωρίς και συ να καταλαβαίνης το πώς και γιατί.
Φαίνεται πως όλοι μας έχομε βυθισθεί σε τέτοιες σκέψεις, γιατί μια παγερή ησυχία κρατούσε μέσα στο δωμάτιο εκείνο.
Αχ!
Ξέφυγε ένας αναστεναγμός απ΄ τα πλατειά στήθη του Σιωνίδη, ενός μονίμου Υπολοχαγού, που τον βρήκαμε μέσα στο σπίτι.
Ηταν και φίλος του Λοχαγού μας, ο οποίος τον ρώτησε:
Τι έπαθες Σιωνίδη;
Να! Σκέφτουμαι την καλή ζωή που πέρασα, τα όνειρα που έπλαθα, τη μάνα μου τη δυστυχισμένη που έμεινε έρημη, γιατί δεν έχει κανένα άλλον, εκός από μένα, στον κόσμο. Τι θα γίνει η δόλια, αν εγώ βουλώσω καμιά γράνα σε τούτους τους παλιότοπους;
Κι άρχισε ένα λυπητερό τραγούδι με τη γλυκειά του τη φωνή που μας συνεκίνησε όλους. Καημένο παιδί! Το κακό του προαίσθημα επαλήθευσε. Σκοτώθηκε αργότερα στις πλαγιές του Τομόρι.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . »
(σελίδες 100, 101, 102, 103).
© 2019 | Σπυρίδων Ι. Κοκκολιάδης